Πηνεϊός

Πηνεϊός
Πηνειόσ, Πηνεϊός
a a river in Thessaly.

Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνεϊὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56

cf. Σ, Πα. 1. 3, τινα λέγει Πηνειόν. σύνδετος λέγεται ὅτι ἔσχε συνάφειαν τῷ Τιταρησίῳ cf. Hom., B 751ff.
b the river god. (Ψψεύς)

ὅν ποτε Ναὶς εὐφρανθεῖσα Πηνειοῦ λέχει Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.16


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πηνειός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηνειός — Oνομασία 2 ελληνικών ποταμών. 1. Ποταμός της Θεσσαλίας, ο δεύτερος της χώρας σε μήκος (205 χλμ., λεκάνη απορροής 10.704 τ. χλμ.) μετά τον Αλιάκμονα. Σχηματίζεται από διάφορους βραχίονες στα σύνορα με την Ήπειρο και τη Μακεδονία, σημαντικότεροι… …   Dictionary of Greek

  • Πηνειός — Sp Pinijas Ap Πηνειός/Pēneios, Pineios L u. C Graikijoje …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πηνειός — ο ποταμός της Θεσσαλίας, αλλιώς Σαλαμπριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πηνειοῖο — Πηνειός masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειοί — Πηνειός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειοῦ — Πηνειός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειέ — Πηνειός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειῶ — Πηνειός masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειῷ — Πηνειός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηνειόν — Πηνειός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”